- λεπτομερεστάτη
- λεπτομερήςcomposed of small particlesfem nom/voc superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
Λαμπριόλα, Αντόνιο — (Antonio Labriola, Κασίνο 1843 – Ρώμη 1904). Ιταλός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος. Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες του επιστημονικού σοσιαλισμού. Σπούδασε θεωρητική φιλοσοφία, φιλοσοφία της ιστορίας και παιδαγωγικά στο πανεπιστήμιο της Ρώμης, όπου… … Dictionary of Greek